Υπάρχουν, αγαπητές φίλες κι αγαπητοί φίλοι, διαφόρων ειδών τελετουργίες μετάβασης από το ανήλικο στο ενήλικο κινηματογραφικό γούστο. Υπάρχουν ταινίες που τις αγαπούσαμε σαν παιδιά, αλλά μετά τις ξέρασε η ενήλικη ζωή μας σαν θεατές. Υπάρχουν ταινίες που τις λατρέψαμε για τους δικούς μας, παιδικούς λόγους και τώρα μας χτυπάνε αυτήν την ευαίσθητη χορδή νοσταλγίας που δε μπορούμε να της αντισταθούμε. Υπάρχουν ταινίες που τις είχαμε δει σαν παιδιά, αλλά τις εκτιμήσαμε πλήρως μόνο αφού ενηλικιωθήκαμε. Ε, υπάρχουν και κάποιες ταινίες που έκαναν κάτι παραπάνω. Είναι εκείνες οι ταινίες που μπορούσαν να σου προκαλέσουν μεγάλη ευτυχία ή να σου τσακίσουν την ψυχή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ως παιδί κι ως ενήλικα. Κι ακόμα περισσότερο, να σε πάρουν από το χέρι και να σε οδηγήσουν κινηματογραφικά από την παιδικότητα στην εφηβεία, δίνοντάς σου επίσης κάποια από τα εργαλεία που χρειάζεσαι για να τις κρατήσεις αμφότερες μέσα σου στην ενήλικη ζωή. Για όσους κι όσες πέρασαν την παιδική τους ηλικία στα 90s, είναι μάλλον σχετικά αυτονόητο πως ο κινηματογραφικός δημιουργός που μας πήρε απ’ το χέρι και μας οδήγησε στο ενήλικο σινεμά με τον πιο σπαρακτικά κι ονειρικά παιδικό τρόπο ήταν ο Tim Burton. Μέχρι να τελειώσει η δεκαετία, ο Burton είχε προλάβει να μας στιγματίσει ήδη σαν παιδιά μέσα από κινηματογραφικές οθόνες, τηλεοπτικές προβολές ή νοικιασμένες βιντεοκασέτες. Η ευφορικά θανατερή και νοσηρά κωμική ατμόσφαιρα του Beetlejuice καθόρισε το χιούμορ μας πολύ περισσότερο απ’ όσο περιμέναμε κι ο Michael Keaton έγινε ένας από τους πιο αλλόκοτους παιδικούς κινηματογραφικούς μας ήρωες. Το Edward Scissorhands ήταν πιθανώς η πρώτη αληθινή, ώριμη κι επεξεργασμένη κινηματογραφική ιστορία αγάπης που μίλησε με τόσο μαγικό τρόπο στην ψυχή μας. Οι δύο ταινίες Batman καθόρισαν την συλλογική φαντασία μας για το πώς (πρέπει να) μοιάζουν οι υπερήρωες στη μεγάλη οθόνη για πολλά χρόνια ακόμα. Και βέβαια, είναι περιττό να πούμε πως το Nightmare Before Christmas (που βέβαια δεν έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος) αποτέλεσε την μεγαλύτερη ταυτόχρονη απομυθοποίηση και επαναμάγευση των Χριστουγέννων που θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε ως παιδιά. Υπήρχε, λοιπόν, κάτι ιδιαίτερα μαγικό στο «παιδικό» σινεμά του Tim Burton. Ήταν, με τον τρόπο του, ένα παιδικό σινεμά σκοτεινό, αλλά το περιεχόμενό του δεν περιοριζόταν στην γνωστή αυτή αισθητική-trademark του δημιουργού του. Ήταν, επίσης, ένα σινεμά του περιθωρίου, των πληγωμένων ανθρώπων, των χαμένων παιδιών, του τραύματος, της απώλειας και της αναζήτησης της campy κωμωδίας μέσα στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής κι επαφής. Καθώς μεγαλώναμε, βέβαια, μαθαίναμε να εκτιμούμε το γεγονός ότι ο Burton, κατά την χρυσή δεκαετία του (δηλαδή από το 1985 μέχρι το 1996), είχε ένα πολύ συγκεκριμένο και συνεκτικό κινηματογραφικό όραμα γι’ αυτά που εμείς πηγαία εκτιμούσαμε σαν παιδιά. Αρχίσαμε να βρίσκουμε την ουσία στον ευγενή παλιμπαιδισμό του Pee-wee και το σουρεαλιστικό b-χιούμορ του Mars Attacks. Κυρίως, όμως, η ταινία που φώτισε αναδρομικά τον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Tim Burton ήταν το Ed Wood, μια από τις καλύτερες ταινίες των 90s κι ένας αληθινός ύμνος στην υψηλή τέχνης της αποτυχίας, της αστάθειας, του περιθωρίου. [%contentAd%] Ας μην γελιόμαστε όμως: το ύφος του Tim Burton δεν άργησε να γίνει μανιερίστικο, κι αργότερα να αρχίσει να τείνει προς το θλιβερό. Κι όχι, όταν λέμε μανιερίστικο δεν εννοούμε βέβαια την cute εμμονή του στις σταθερές συνεργασίες με τον Danny Elfman, την Helena Bonham Carter και τον Johnny Depp (όταν ακόμα δεν ήταν τόσο θλιβερός όσο τώρα). Επίσης, όταν λέμε θλιβερό δεν εννοούμε φυσικά το περιστασιακό πλην ηχηρό στραβοπάτημα, αναπόσπαστο δικαίωμα κάθε δημιουργού, όπως το μέτριο Sleepy Hollow από το 1999 ή το απαράδεκτο remake του Planet of the Apes από το 2001. Το πρώτο, παρότι ενίοτε κουραστικό, έγινε από αυτά τα σήματα κατατεθέν που απλώς τα δέχεσαι, ενώ το δεύτερο ακολούθησαν ικανοποιητικότατες ταινίες σαν το Big Fish ή το Corpse Bride. Για να είμαστε σαφείς, μιλάμε για τον Tim Burton της τελευταίας δεκαετίας. Τον Tim Burton του 2010 και μετά. Τον Tim Burton της Disney, αν θέλετε. Κατά κάποιο τρόπο, το παράξενο success story του Tim Burton στο χολιγουντιανό περιβάλλον των 90s γύρισε τούμπα καθώς άλλαζε η ίδια η mainstream κινηματογραφία των αρχών του 21ου αιώνα. Το ιδιοσυγκρασιακό, εκκεντρικό, χειροποίητο, campy, μελιστάλαχτο, υπερ-συναισθηματικό, ψιλο-pulp σινεμά που έκανε τον Burton διάσημο δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει αν δεν ενσωματωνόταν κάπως στα νέα ήθη του υπερφορτωμένου με CGI κι ομογενοποιημένου αφηγηματικά mainstream κινηματογράφου των μεγάλων studio. Απευθυνόμενες πλέον σε παιδιά κι ενήλικες σαν να είναι απλώς παθητικοί χαζοί δέκτες ή νοσταλγοί του παλιού Burton αντίστοιχα, οι ταινίες του Burton από το Alice in Wonderland και μετά αποπνέουν μια όλο και εντονότερη αίσθηση κυνισμού και παραίτησης. Παρότι μπορεί να έχουν τις στιγμές τους (που δεν τις έχουν αλλά τέλος πάντων), τα Dark Shadows, Frankenweenie, Big Eyes και Miss Peregrine μοιάζουν σαν να ανατέθηκε σ’ έναν ικανό πλην ανέμπνευστο σκηνοθέτη να γυρίσει μια ταινία tribute στον Burton. Κάποιες φορές βγαίνει σαν απλή κόπια. Κάποιες φορές βγαίνει σαν αθέλητη παρωδία. O Tim Burton ήδη είχε δουλέψει πάνω στις ταινίες της Alice και του Frankenweenie για λογαριασμό της Disney (όπως είχε κάνει ξανά σαν animator και παραγωγός ενίοτε στα 80s και 90s), αλλά αυτή του η πορεία μάλλον ολοκληρώνεται με το φετινό remake του Dumbo (κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις αίθουσες), όπου μοιάζει να εγκαταλείπει κι ο ίδιος ακόμα την προσπάθεια για μανιερίστικη αναπαραγωγή του μπαρτονικού ύφους και στυλ. Το ότι σκηνοθετεί πλέον ένα σενάριο γραμμένο από τον σεναριογράφο των ταινιών Transformers, τον Ehren Kruger, είναι πλέον τόσο λυπηρό όσο και ενδεικτικό. Το ότι αποδέχεται κυνικά τον ρόλο του pet weirdo της Disney, το ίδιο. Είναι, εν τέλει, στενάχωρο για τον εξής λόγο. Ενώ οι «παιδικές» ταινίες του Burton από τα 80s και 90s μας ενηλικίωσαν σε πραγματικό χρόνο κι ωρίμασαν μέσα μας με έναν πολύ πλούσιο συναισθηματικά και αισθητικά τρόπο, οι σύγχρονες «παιδικές» του ταινίες μοιάζουν να εναρμονίζονται με την ντισνεϊκή αντίληψη που θέλει το κοινό τους καθηλωμένο σε μια θέση που φαντάζεται την παιδικότητα περισσότερο ως βασίλειο της άκριτης κατανάλωσης και της εύκολης κερδοφορίας – όπως, δηλαδή, αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς τα παιδιά τα μεγάλα στούντιο μαζί με τις εταιρίες παιχνιδιών. Ή, για να το πούμε με λιγότερα λόγια, είναι αυτή η σημαντική διαφορά μεταξύ ειλικρίνειας και χειραγώγησης όταν αφηγείσαι μια ιστορία. Σε τελική ανάλυση, βαριόμαστε να βλέπουμε την ίδια μανιέρα ξανά και ξανά. Ακόμα περισσότερο, βαριόμαστε να βλέπουμε live-action remakes των κλασικών ταινιών της Disney. Δεν ζητάμε από τον Tim Burton να επιστρέψει στον παλιό, καλό του εαυτό – λες και μας το χρωστάει ή κάτι τέτοιο ο άνθρωπος. Αυτό που ξέρουμε, όμως, είναι ότι το πνεύμα αυτού του παλιού, καλού Tim Burton κατοικεί μέσα στην ίδια την Ed Wood πλευρά του έργου του. Στα αμέτρητα, πραγματικά αμέτρητα κινηματογραφικά πρότζεκτ που ναυάγησαν τα τελευταία 30 χρόνια – από το πιο σοβαροφανές και φιλόδοξο μέχρι το πιο κουκουρούκου και ασυνάρτητο. Είναι μια κληρονομιά που ενδέχεται να είναι καταραμένη, αλλά τουλάχιστον αποπνέει αυτήν την μαγική κωμικο-τραγική ατμόσφαιρα που μας έμαθε να αγαπάμε ο ίδιος ο Tim Burton.