Quantcast

Το «The Handmaid’s Tale» έγινε μια δυστοπική σαπουνόπερα, αλλά με την κακή έννοια

Ο δεύτερος κύκλος ολοκληρώθηκε, αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό τον μέχρι τώρα χαρακτήρα της σειράς – ή και όχι

Αχ ναι, τι ωραία που θα ήταν μια αυθεντική και πρωτότυπη δυστοπική σαπουνόπερα. Κάτι που να πιάνει ουσιαστικά την αισθητική διάσταση του γιατί συναρπάζει ο φασισμός τους ανθρώπους, που να μπλέκει το παρελθόν της «αγνότητας» και το μέλλον της «προόδου» με έναν τρόπο που δεν θα φοβάται το campy και το kitsch, που θα μοιάζει με ένα μείγμα Twin Peaks και Pleasantville αλλά σε υπερ-τεχνολογικοποιημένες συνθήκες τύπου Black Mirror, που θα πιάνει τις post-truth πλευρές της σύγχρονης ζοφερής συντηρητικής πραγματικότητας με έναν pop τρόπο (όπως είναι κι η ίδια), που θα προσπαθούσε να πει ανθρώπινες ιστορίες μέσα σε εξωπραγματικές συνθήκες ψάχνοντας τις πολιτικές αιχμές στο συγκεκριμένο (κι όχι σε μια larger-than-life αλληγορία), που θα μπορούσε να γραφτεί, για παράδειγμα, από την Phoebe Waller-Bridge του Killing Eve και να σκηνοθετηθεί από την Andrea Arnold του American Honey (και του Transparent και, σε λίγο καιρό, του Big Little Lies), κάτι που θα είναι ειρωνικό αλλά με έναν ειλικρινή και ανθρώπινο τρόπο.

Εχμ, ναι, μάλλον ξεφύγαμε λίγο. Ας μπούμε σε μια τροχιά. Λοιπόν, την περασμένη βδομάδα ολοκληρώθηκε ο δεύτερος κύκλος του The Handmaid’s Tale, δηλαδή της σειράς του Hulu με την Elizabeth Moss στον πρωταγωνιστικό ρόλο που βασίστηκε στο ομώνυμο φεμινιστικό κλασικό έργο της Margaret Atwood από τα 80s. Πέρυσι, κατά τον πρώτο της κύκλο, η σειρά του Bruce Miller τα σάρωσε όλα, ομολογουμένως. Έδωσε μεγάλη ώθηση στην streaming πλατφόρμα του Hulu, κέρδισε μαζικά τις καρδιές του κοινού και της κριτικής, απέσπασε 2 Χρυσές Σφαίρες και 8 βραβεία Emmy (κι έχοντας ακόμα περισσότερες υποψηφιότητες φέτος), κατάφερε να γίνει η τηλεοπτική σειρά που συνδέθηκε όσο ελάχιστες άλλες με την ιστορική της συγκυρία – με την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ και της ανόδου της ακροδεξιάς, του μισογυνισμού και των ρατσιστικών πρακτικών, της γενικευμένης σύγκρουσης για το πολιτικό περιεχόμενο της μαζικής κουλτούρας – όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα τέλος πάντων.

Η αλήθεια είναι πως το The Handmaid’s Tale δεν ήταν απλά στο σωστό σημείο την σωστή στιγμή. Ήταν βασισμένο σε ένα κλασικό λογοτεχνικό έργο που, ναι μεν ήταν δεμένο με την εποχή του (δηλαδή την άνοδο του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού στα αμερικάνικα 80s), αλλά είχε την δυνατότητα να φτιάξει μια δυστοπική αφήγηση που να μπορεί να γίνει επίκαιρη και σήμερα χωρίς να χάνει σε αφηγηματική δύναμη. Επίσης, είχε μια εξαιρετική Elizabeth Moss – κάτι που, βέβαια, γνωρίζαμε ήδη από το West Wing, το Mad Men και το Top of the Lake. Αναμφίβολα, όμως, αυτό που έμοιαζε να βαραίνει περισσότερο στην λατρεία προς τη σειρά ήταν η πολιτικά επίκαιρη αφήγησή της – δηλαδή η αφήγηση μιας γυναικείας ιστορίας σε δυστοπικές συνθήκες μισογύνικου ολοκληρωτισμού.

Η αλήθεια είναι πως η κατασκευή μιας μεγάλης in-your-face πολιτικής αλληγορίας συνήθως δεν είναι μέσα στα πράγματα που αναζητώ σε ένα ουσιαστικά πολιτικό έργο τέχνης – μια τηλεοπτική σειρά, στην περίπτωσή μας. Εξάλλου, ο συγκεκριμένος τύπος πολιτικής, στον οποίο έμοιαζε να προσδένεται το The Handmaid’s Tale, έχει δεχτεί κριτικές όσον αφορά την αναπαράσταση της φυλετικής ανισότητας και την «λευκότητα» της αφήγησης του – κι από ανθρώπους που σίγουρα είναι πολύ πιο κατάλληλοι να αρθρώσουν αυτές τις κριτικές απ’ ό,τι εγώ (για παράδειγμα, εδώ, εδώ κι εδώ). Παρόλα αυτά, το να διαβάσουμε την σειρά σαν ένα κομμάτι κυριολεκτικού πολιτικού κειμένου δεν είναι απαραίτητα κι ο μόνος τρόπος να την κατανοήσουμε. Αν μη τι άλλο, το The Handmaid’s Tale έβαλε στο τραπέζι μια πολύ δυνατή και έντονη ιστορία, με τρόπο μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο – κάτι που συνήθως επιφυλασσόταν σχεδόν αποκλειστικά για αρρενωπές σειρές, αφήνοντας στις γυναικείες αφηγήσεις τον ρόλο του μικρού, του μερικού, του αποκλειστικά προσωπικού.

Βλέποντας πέρυσι τον πρώτο κύκλο της σειράς, η αλήθεια είναι ότι, αν κάτι με συνεπήρε περισσότερο, αυτό δεν ήταν η ακρίβεια και η εγκυρότητα της πολιτικής αλληγορίας ως προς το σημερινό πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ. Ένα τέτοιο εγχείρημα, ούτως ή άλλως, πάντα θα περιλαμβάνει κι έναν βαθμό αγαρμποσύνης. Αντίθετα, αυτό που βρήκα πιο συναρπαστικό στο The Handmaid’s Tale ήταν η επαφή των γυναικών μεταξύ τους, η αόρατη συλλογική υποκειμενοποίηση μέσα σε συνθήκες ακραίας καταπίεσης, το κέρδισμα της εμπιστοσύνης με τον φόβο να βρίσκεται παντού, οι μικρές ρωγμές που προκαλούν οι ψίθυροι στην σιωπή που επιβάλλεται με την βία. Στην ουσία, έβρισκα ότι το The Handmaid’s Tale λειτουργούσε καλύτερα ως (φαινομενικά) ήπιο αλλά (ουσιαστικά) τεταμένο δράμα δωματίου, εσωτερικών χώρων, κλειστοφοβικό – με εξαιρετικές στιγμές σαν αυτές όπου η σειρά εξερευνούσε την διαλεκτική αφέντη και δούλου στις σκηνές της Elizabeth Moss και του Joseph Fiennes.

Φυσικά, η πρόκληση για τον δεύτερο κύκλο ήταν σαφής. Η σειρά θα έπρεπε να συνεχίσει χωρίς την συνδρομή του κειμένου της Margaret Atwood, μιας και η τηλεοπτική αφήγηση άρχισε να κινείται πέραν της λογοτεχνικής. Ως γνωστόν, αυτή είναι μια πρόκληση ζόρικη – κι είναι μια πρόκληση που θα συναντούν όλο και περισσότερες τηλεοπτικές σειρές στο μέλλον, μιας κι έρχονται πολλά πράγματα που παίρνουν ως βάση ένα προϋπάρχον (συνήθως λογοτεχνικό υλικό). Θα προσπαθούν, δηλαδή, να απλώσουν την αφήγηση όσο περισσότερο γίνεται ώστε να είναι όλο και πιο επικερδής η παραγωγή, προσπαθώντας παράλληλα να αναμετρηθούν με το πρωτότυπο υλικό από πλευράς γραφής, ύφους, πλοκής, συνοχής. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, είδαμε αυτήν την πρόκληση να οδηγεί κινηματογραφικά σε τρεις ταινίες The Hobbit και το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό. Στην τηλεόραση, από την άλλη, βλέπουμε το Game of Thrones να κρατάει την δημοτικότητά του στα ύψη, αλλά να δυσκολεύεται τρομερά να καλύψει το κενό των μυθιστορημάτων του George R.R. Martin.

Κατά μία έννοια, ενδέχεται αυτή να είναι η κατάρα που θα επισκιάσει τελικά την σύγχρονη χρυσή εποχή της αμερικάνικης τηλεόρασης: ότι οι σειρές θα τραβάνε το πράγμα από τα μαλλιά και δεν θα τελειώνουν όταν πρέπει να τελειώσουν – εκεί που μέχρι πριν από μια δεκαετία ο φόβος ήταν το αντίθετο, δηλαδή το πρόωρο κόψιμο. Όσον αφορά το The Handmaid’s Tale, λοιπόν, για να επανέλθουμε, δυστυχώς η σειρά ενέδωσε στα χειρότερα στοιχεία της και πόνταρε σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτά ώστε να εξασφαλίσει την τηλεοπτική αναπαραγωγή της επ’ άπειρον, μιας και σύμφωνα με τον CEO του Hulu, Randy Freer, το πλάνο περιλαμβάνει συνολικά 10 ολόκληρες σεζόν. Με λίγα λόγια, στον δεύτερο κύκλο του, το The Handmaid’s Tale μετατράπηκε σε μια κακώς εννοούμενη prestigious τηλεοπτική σειρά με ένα κυριλέ coolness που περιλαμβάνει σαπουνοπερικές απανωτές ανατροπές χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκτυπο, χωρίς καμία ουσιαστική εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς καμιά συναισθηματική και προσωπική ανάπτυξη των χαρακτήρων.

Δεν θα αναφερθούμε εδώ αναλυτικά σε συγκεκριμένα στοιχεία της πλοκής, κυρίως γιατί θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τα spoilers. Θα πούμε, όμως, το εξής: καθ’ όλη την διάρκεια των 13 επεισοδίων του δεύτερου κύκλου νιώθεις ότι ο κόσμος που εγκαθιδρύθηκε στην πρώτη σεζόν γίνεται σμπαράλια προκειμένου να ικανοποιήσει την πλοκή, ότι συμβαίνουν πράγματα που δεν επηρεάζουν κανέναν και τίποτα, ότι επαναλαμβάνονται μοτίβα και σκηνές σχεδόν με πανομοιότυπο τρόπο, ότι ανοίγονται subplots που ξεχνιούνται λίγα επεισόδια αργότερα ή ολοκληρώνονται χωρίς να έχουν καμία συνέπεια, ότι οι χαρακτήρες συμπεριφέρονται με τρόπο ασυνάρτητο που δεν υπακούει στις προσωπικές τους αντιφάσεις αλλά στην δυσκολία των σεναριογράφων να στήσουν μια συνεκτική αφήγηση.

Αντίθετα, λοιπόν, θα αναφερθούμε πιο εκτενώς σε δύο στοιχεία που έκαναν, για μένα τουλάχιστον, την παρακολούθηση του δεύτερου κύκλου σχεδόν αφόρητη – ακόμα και για έναν άνθρωπο ιδιαίτερα επιρρεπή στο bingewatching και την κατανάλωση αμφίβολων προϊόντων κουλτούρας. Το πρώτο στοιχείο αφορά περισσότερο την αισθητική της σειράς. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο τηλεοπτικό στυλ, μια τηλεοπτική αισθητική που προσπαθεί να εκπέμψει σοβαρότητα, επιτακτικότητα – αλλά καταλήγει να μεταφράζει το πρεστίζ και το υψηλό κόστος παραγωγής σε μια σειρά από κοινοτοπίες που συνορεύουν συχνά με τον συναισθηματικό εκβιασμό. Δυστυχώς, ειδικά αυτός ο κύκλος του The Handmaid’s Tale, το παρακάνει. Πόσα slow-motion μοντάζ να αντέξουμε; Πόσες over-dramatic σκηνές που ουσιαστικά δυσκολεύονται να μας δείξουν κάτι συγκεκριμένο; Πόσο εκτυφλωτικό lens flare, πόσες επιβλητικές σκιές, πόσους διαφορετικούς τρόπους να φωτιστεί εξωτερικά ένα σκοτεινό δωμάτιο; Πόσες εναλλαγές μεταξύ κοινότοπης κυριλέ σαουντρακικής μουσικής και άκυρων επιλογών τραγουδιών; Πόσοι ψιθυριστοί διάλογοι που αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη επικοινωνία απλώς σαν ένα στοιχείο του στυλ κι ένα όχημα για την συνέχιση της πλοκής; Πόσα ακόμα αψεγάδιαστα καδραρισμένα πλάνα δεν δίνουν καμία αίσθηση πραγματικής κίνησης των ανθρώπων; Πόσες στιγμές αντί για σκηνές; Απ’ ό,τι φαίνεται, πολλές.

ΟΚ, όλα αυτά αφορούν κι έναν ιδιαίτερο τύπο αισθητικής κοινοτοπίας που ταλαιπωρεί την ακριβή αμερικάνικη τηλεόραση, με τον οποίο θα ασχοληθούμε πιο επισταμένα μια άλλη φορά. Τέτοια πράγματα, όμως, τα έχουμε συγχωρήσει ή αγνοήσει κι άλλες φορές – είτε γιατί έχουμε εθιστεί σε μια σειρά, είτε γιατί υπάρχει κάτι άλλο σ’ αυτήν που τα ξεπερνάει και μας κάνει να συνδεθούμε μαζί της. Μ’ αυτήν την έννοια, θα ήταν άδικο να υποστηρίξουμε ότι αυτό από μόνο του είναι που φταίει για το πόσο βασανιστικό ήταν να δούμε τον δεύτερο κύκλο του The Handmaid’s Tale. Υπάρχει, λοιπόν, και κάτι άλλο στην σειρά που κατέστησε παντελώς ανυπόφορο αυτό το στυλιζάρισμα που περιγράψαμε παραπάνω.

Είναι, κυρίως, ότι στον πυρήνα του το The Handmaid’s Tale κατέληξε μια σειρά που είναι αναίσθητη προς το ίδιο της το δράμα. Δεν είναι η θέση μας να πούμε τι είναι «πραγματικά» φεμινιστικό και τι όχι όσον αφορά την τηλεοπτική αναπαράσταση, αλλά ο δεύτερος κύκλος έμοιαζε να έχει μια σαδιστική στάση προς τις γυναίκες που, στα χαρτιά τουλάχιστον, προσπαθεί να κατανοήσει. Ήταν ένα misery porn που χρησιμοποιούσε τις handmaids και τις marthas σαν σάκους του μποξ κι έβλεπε την τιμωρία τους ή την βία που δέχονται κυρίως σαν αισθητικό εργαλείο. Τα στοιχεία αυθεντικής συναισθηματικής επένδυσης, που υπήρχαν στον πρώτο κύκλο, εδώ αντικαταστάθηκαν από μια αόριστη badass αίσθηση που επικυρώνεται και στο αλλοπρόσαλλο φινάλε του τελευταίου επεισοδίου.

Συνήθως, όταν επιλέγεις την αισθητικοποίηση της βίας, τότε μπορεί κάλλιστα να καταλήξεις σε μια αναισθητοποίηση απέναντι στην βία. Αυτό ακριβώς μοιάζει να κάνει και με το ίδιο το γυναικείο δράμα το The Handmaid’s Tale. Γίνεται αναίσθητο προκειμένου να γίνει κουλ. Κι αν υπάρχει σωτηρία για τις ηρωίδες του, αυτή έρχεται μέσα από τον πιο κοινότοπο και αντι-ανθρώπινο τρόπο που έχει η βιομηχανία του θεάματος για να αναπαριστά την λύτρωση, δηλαδή μέσα από μια κενή αίσθηση υπερ-άνθρωπης γαματοσύνης που αδιαφορεί για το πώς νιώθουν, σκέφτονται και δρουν οι αληθινοί άνθρωποι μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Αυτό είναι που μας κάνει κι εμάς να αδιαφορούμε πλέον για το The Handmaid’s Tale. Γιατί οι συνθήκες μοιάζουν πραγματικές, αλλά οι άνθρωποι όχι και τόσο πια.

Best of internet