Quantcast

Dune Part Two: Ο αυτοκράτορας (δεν) έχει κέφια

Είναι άραγε ο Denis Villeneuve ο σωτήρας της χαμένης τέχνης του “εγκεφαλικού blockbuster”;

Παλιά, υπήρχε κάτι που λεγόταν σκεπτόμενο blockbuster ή εγκεφαλικό blockbuster. Οκ, όχι πολύ παλιά – το τελευταίο κλασικό δείγμα του είδους θα λέγαμε ότι ήταν το Tenet του Christopher Nolan, δηλαδή μια ακριβή και μεγαλεπήβολη χολιγουντιανής δράσης που θέτει ως στόχο στον εαυτό της να αναμετρηθεί και να επεξεργαστεί βαθιά και πολύπλοκα ζητήματα ψυχολογικής, πολιτικής, επιστημονικής ή φιλοσοφικής φύσεως. Μπορεί ο όρος “σκεπτόμενο” ή “εγκεφαλικό” blockbuster να προκαλεί cringe, αλλά η καλλιτεχνική φιλοδοξία που συμπυκνώνει είναι ευγενής, ειδικά όταν συνδυάζεται με την βιομηχανική φιλοδοξία ενός μεγάλης κλίμακας blockbuster που στόχος του είναι να διασκεδάσει, να συγκινήσει, να συναρπάσσει και φυσικά να κερδοφορήσει. Μήπως αυτή η ικανότητα για στοχασμό μέσα από την κινούμενη εικόνα δεν είναι σύμφυτη με την ίδια την γλώσσα του σινεμά άλλωστε; Το σινεμά δεν είναι μόνο εργαλείο διαφυγής ή ηδονοβλεψίας, αλλά και τρόπος αντιμετώπισης των πολύπλοκων προβλημάτων της υποκειμενικής σχέσης με την πραγματικότητα, ένα μέσο έκφρασης ικανό για μια μη-εμπειρική εξερεύνηση του νοήματος, άρα μια μορφή φιλοσοφικού στοχασμού, χωρίς όμως να γίνεται ολοκληρωμένη “θεωρία” ή “σύστημα”.

Δεν έχουμε σκοπό εδώ να κάνουμε μια γενεαλογία του “φιλοσοφημένου” χολιγουντιανού blockbuster, αλλά θα αρκεστούμε να πούμε ότι μια πρόσφατη τομή ήταν η τεράστια εμπορική επιτυχία του The Matrix (μαζί με την sleeper επιτυχία του Fight Club σταδιακά τα επόμενα χρόνια, αμφότερα παραγωγής 1999), η οποία άνοιξε τον δρόμο προς το πράσινο φως για ταινίες που ήταν εξίσου φιλόδοξες σε επίπεδο θεάματος και στοχασμού (στις προθέσεις τουλάχιστον, γιατί η πράξη είναι διαφορετική ιστορία). Τον τόνο τα επόμενα χρόνια φυσικά τον έδωσε ο Nolan, φιλοσοφικοποιώντας το superhero genre με το The Dark Knight και ψυχαναλυτικοποιώντας το heist genre με το Inception, αμφότερες δύο από τις συναρπαστικότερες ταινίες δράσης του 21ου αιώνα, ακόμα κι αν ο στοχασμός τους μάλλον περισσότερο προσομοιώνει το βάθος παρά το αγγίζει. Και μπορεί το Hollywood να αγαπάει γενικά το ψευδο-βάθος που προσποιείται την πολυπλοκότητα, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πράγματι τέτοιες ταινίες της μετα-Matrix εποχής συνέβαλαν σημαντικά στο να διατηρηθεί υψηλό το επίπεδο της φιλοδοξίας στην blockbusterική παραγωγή. Και αυτό το καταλάβαμε ακριβώς όταν άρχισαν να λείπουν ή να φλοπάρουν.

Είπαμε πριν ότι το τελευταίο δείγμα τέτοιου “φιλοσοφημένου” blockbuster ήταν το Tenet, με την έννοια ότι επιχείρησε να επαναλάβει την φόρμουλα των προηγούμενων νολανικών ταινιών, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε καν να βγάλει τα λεφτά του παρότι εν έτει 2020 αναμενόταν ως σωτηρία του μεγάλης κλίμακας σινεμά σε συνθήκες πανδημίας. Στην μετά-covid εποχή, αν κοιτάξουμε ποιες ταινίες καταφέρνουν να πετύχουν τους blockbusterικούς στόχους τους, θα βρούμε σχεδόν αποκλειστικά sequels εδραιωμένων franchises και τίτλους που βασίζονται σε υπερβολικά δημοφιλή προϋπάρχοντα intellectual properties. Και σίγουρα όχι ταινίες που χαρακτηρίζονται από την φιλοδοξία του “εγκεφαλικού” και του “σκεπτόμενου” που μας κληροδότησε η μετά-Matrix εποχή (με εξαίρεση το Barbie της Greta Gerwig που είναι πιο ιδιαίτερη περίπτωση). Για την ακρίβεια, οι μόνες ταινίες που έχουν περάσει το 1 δις δολάρια στο box office από το 2020 κι έπειτα είναι το Spider-Man: No Way Home, το Jurassic World: Dominion, το Top Gun: Maverick, το Avatar: The Way of Water και The Super Mario Bros Movie. Όχι και τα πιο ξυσμένα μολύβια στην κασετίνα, θα τολμούσε να πει κανείς.

Αυτή η τάση για dumbing down της blockbuster παραγωγής, κληροδότημα με τη σειρά της των υπερηρωικών ταινιών-λούνα παρκ του Marvel Cinematic Universe, μοιάζει να έρχεται σαν απάντηση στα ίδια τα προβλήματα που έθεσε στην σκέψη η εποχή του covid: σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, τέτοιες ταινίες ανταποκρίνονται στην απαίτηση για απλότητα, για ρηχότητα, για συμφιλίωση με τον κόσμο. Και εδώ έρχεται το Dune, η μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας του Frank Herbert από τον Denis Villeneuve. Ο ίδιος ο Villeneuve έχει βεβαίως παρελθόν στο είδος του “σκεπτόμενου” sci-fi blockbuster με τα Arrival και Blade Runner 2049, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να αναδειχθούν σε μεγα-επιτυχίες όπως οι ταινίες που αναφέραμε προηγουμένως. Ο Villeneuve, βέβαια, δεν είναι Nolan – και μ’ αυτό εννοούμε ότι είναι ένας πρωτίστως visual μπλοκμπαστερικός σκηνοθέτης με ξεχωριστό αισθητικό όραμα που συνήθως υλοποιεί σενάρια τρίτων κατά το μοντέλο Ridley Scott, σε αντίθεση με τον Nolan που έχει ο ίδιος τον πρώτο λόγο στην θεματική επεξεργασία υπογράφοντάς τα σενάριά του κατά το μοντέλο James Cameron. Έτσι, το Dune θα μπορούσε να πάει προς δύο κατευθύνσεις: είτε να αποτελέσει μια κάπως θεματικά συμβατική και όχι ιδιαίτερα επεξεργασμένη μεταφορά του τρομερού worldbuilding του Dune (όπως είχε κάνει άλλωστε και ο David Lynch στα 80s), είτε να επιχειρήσει να εξάγει μέσα από το πρωτότυπο υλικό ένα είδος πολιτικο-φιλοσοφικού στοχασμού που θα μπορούσε να είναι relevant και έγκυρο στις σημερινές συνθήκες.

Χοντρικά, θα λέγαμε ότι η πρώτη ταινία Dune του 2021 βρισκόταν κάπου στη μέση. Ο Villeneuve πριμοδότησε σαφώς την οπτικοακουστική γλώσσα και την ατμόσφαιρα (και καλά έκανε, στον βαθμό που αυτό είναι το δυνατό του σημείο και έδωσε έτσι μια προσωπική σκηνοθετική σφραγίδα σε ένα στουντιακό υπερ-θέαμα) έναντι της θεματικής εμβάθυνσης, κρατώντας τόσο-όσο μια αμφισημία απέναντι στο κεντρικό ερώτημα που θέτει ως πρόβλημα το έργο του Herbert: ο Paul Atreides είναι hero ή villain; Στο Dune Part Two, από την άλλη, αυτή η αμφισημία εξελίσσεται σε πιο στιβαρή επεξεργασία: αυτό που παρακολουθούμε είναι η μετάβαση ενός χαρακτήρα από τον ρόλο του hero σε αυτόν του villain. Και αυτό είναι που κάνει πλέον το Dune franchise του Villeneuve, για το οποίο υπολείπεται άλλη μία ταινία, όχι μόνο αυθεντικά ενδιαφέρον αλλά και συμβατό με την παράδοση των “εγκεφαλικών” blockbusters για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Κατά μία έννοια, βέβαια, αυτή η θεματική μετατόπιση από το πρώτο στο δεύτερο Dune (καθ’ όλα ομαλή αφηγηματικά, και αξίζουν μπράβο στον Villeneuve για αυτό) ήταν σχεδόν ιστορικά επιβεβλημένη από το πολιτικό και πολιτιστικό πνεύμα της εποχής των culture wars γύρω από την ταυτότητα, την εξουσία και την σχέση του Δυτικού με τον Άλλο. Θα μπορούσε άραγε να φτιαχτεί και κυρίως να πετύχει μιας τέτοιας κλίμακας παραγωγή χωρίς να επιχειρήσει να ανατρέψει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα μοτίβα του οριενταλισμού, της αποικιοκρατίας και του Λευκού Σωτήρα που βρίσκονται στην ρίζα μιας τόσο αρχετυπικής ιστορίας (ακόμα κι αν ο εμπνευστής της στεκόταν κριτικά απέναντί τους); Θα έβρισκε τον εαυτό του το σύγχρονο δυτικό κοινό σε έναν Paul που είναι ο hero και όχι ο villain της ιστορίας; Θα αποδεχόταν μια τροπή των πραγμάτων όπου η αφήγηση της ταινίας καταφάσκει στον μεσσιανισμό του Lisan Al-Gaib που αρκείται στο να σπείρει ζιζάνια αμφιβολίας χωρίς όμως να έρθει σε εντελώς ανοιχτή αντίθεση μαζί του (όπως το πρώτο βιβλίο του Herbert);

Δύσκολα, θα πω. Αυτές οι τροποποιήσεις εκ μέρους του Villeneuve και του συν-σεναριογράφου Jon Spaihts ήταν σχεδόν αυτονόητες για να πετύχει πολιτικά και πολιτισμικά η ταινία – κι αυτό το λέω για καλό. Το να πεις μια τέτοια ιστορία το 2021 και το 2024 περιέχει ένα αντικειμενικό ρίσκο, γιατί συμπυκνώνει πολλές από τις εντάσεις και τις αντιθέσεις της εποχής μας. Ο Villeneuve περπατάει σε τεντωμένο σκοινί από κάποιες πλευρές, και το κάνει καλά ακριβώς επειδή μοιάζει σίγουρος για την κατεύθυνση και τον τρόπο με τον οποίο θέλει να πει την ιστορία του Dune, κι αυτό με τη σειρά του δείχνει έναν ανώτερο τύπου σεβασμό προς το πρωτότυπο έργο που επιλέγει τον δημιουργικό μετασχηματισμό/εκσυγχρονισμό αντί για την ψευδο-ευλαβική πιστότητα. Επομένως, ο Villeneuve μοιάζει να ξέρει ότι για να αφηγηθεί με έναν relevant και έγκυρο τρόπο αυτήν την ιστορία σήμερα, θα πρέπει να το κάνει με έναν τρόπο “ανατρεπτικό” – ή, ακριβέστερα, με έναν τρόπο που τονίζει περισσότερο και ευκρινέστερα τις ανατρεπτικές πλευρές του ίδιου του πρωτότυπου υλικού (γιατί όντως υπάρχουν μέσα στο υλικό, αλλού εν υπνώσει και αλλού πιο ξεκάθαρα, σε αντίθεση πχ με την πρόσφατη μεταφορά της Barbie όπου αυτή η “ανατρεπτικότητα” ήταν εντελώς εξωτερική και εκβιασμένη).  Και αντίστοιχα, το Dune Part Two μοιάζει να επιχειρεί πιο συνειδητά να μιλήσει για τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Κατά μία έννοια, κάθε blockbuster τέτοιου μεγέθους είναι είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα αποκαλυπτικό ως προς το πώς σχετίζεται ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος με τον εαυτό του, τις εσωτερικές αντιθέσεις του και τους εξωτερικούς εχθρούς του. Όταν το κάνει ασυνείδητα, ουσιαστικά η ταινία λειτουργεί ως σύμπτωμα, δηλαδή αποκαλύπτει πολλά χωρίς απαραίτητα να το είχε σκοπό (κι ενίοτε αυτά που αποκαλύπτει λειτουργούν εναντίον της). Όταν το κάνει συνειδητά, λειτουργεί με έναν τρόπο κλινικό, δηλαδή επιχειρεί μια διάγνωση που θέλει να φτάσει σε ένα βάθος και να αποκαλύψει τους μηχανισμούς που παράγουν τα φαινόμενα. Το πρώτο Dune βρισκόταν κάπου στη μέση, το δεύτερο μου φαίνεται πως περνάει στο δεύτερο – και γι’ αυτό, παρότι συνολικά προτιμώ την ταινία του 2021 (κυρίως λόγω του ονειρικού ρυθμού και ατμόσφαιρας), στην πράξη η ταινία του 2024 μου φαίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα.

Από την πλευρά που με ενδιαφέρει εμένα προσωπικά, κι η οποία επουδενί δεν είναι η μοναδική έγκυρη ερμηνεία της ταινίας φυσικά, το Dune, ειδικά μετά το Part Two, εντάσσεται σε ένα πρόσφατο ρεύμα χολιγουντιανών ταινιών που αναμετρώνται με αυτό που θα ονόμαζα “αυτοκρατορικά άγχη“, δηλαδή ταινίες που περισσότερο ή λιγότερο άμεσα ή έμμεσα καταπιάνονται με τις προκλήσεις, τα προβλήματα, τα άγχη και τις παθολογίες της κρίσης ηγεμονίας του σύγχρονου δυτικού καπιταλιστικού πολιτισμού – αυτό που θα ονομάζαμε Δυτική Αυτοκρατορία. Χοντρικά, και χωρίς να έχουμε εδώ τη δυνατότητα να επεκταθούμε περισσότερο, θα λέγαμε ότι αυτή η κρίση ηγεμονίας βρίσκεται σε έντονη εξέλιξη εδώ και δύο δεκαετίες και χαρακτηρίζεται αφενός από μια αυξανόμενη εξωτερική αμφισβήτηση της αμερικάνικης-νατοϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο διεθνών ανταγωνισμών κι αφετέρου από μια αυξανόμενη εσωτερική αμφισβήτηση των δυτικών-καπιταλιστικών αξιών και θεσμών μέσα στις ίδιες της κοινωνίες της Δύσης. Τα παραδείγματα είναι πολλά, από τα συνεχόμενα στραπάτσα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τους περιφερειακούς πολέμους όπως στην Ουκρανία μέχρι τις τεράστιες εξεγέρσεις του Black Lives Matter και τις αντιθέσεις που έφεραν η οικονομική, η προσφυγική, η υγειονομική κρίση κλπ. Η Δυτική Αυτοκρατορία λοιπόν αμφισβητείται από μέσα και από έξω, σε έναν κόσμο που γίνεται πιο πολυπολικός εξωτερικά και πιο διχασμένος εσωτερικά.

Και τι λέει το Hollywood για όλα αυτά; Πολλά – με τον τρόπο του βέβαια. Κι ο τρόπος του κυρίως είναι αυτός της λειτουργίας ως σύμπτωμα, όπως είπαμε και παραπάνω. Αν δούμε τα πιο πετυχημένα χολιγουντιανά blockbusters των τελευταίων ετών, θα βρούμε ότι τα περισσότερα απ’ αυτά αναμετρώνται πράγματι με αυτά τα σύγχρονα αυτοκρατορικά άγχη (ακριβώς όπως οι ταινίες καταστροφής των 00s αναμετρώνταν με τα άγχη της post-9/11 εποχής). Το Avatar: The Way of Water, το Top Gun: Maverick και το Mission: Impossible – Dead Reckoning (όλα τους της τελευταίας διετίας) πράγματι καταπιώνονται με θέματα όπως το αδιέξοδο των ιμπεριαλιστικών-αποικιοκρατικών επιχειρήσεων (το πρώτο – από μια αφελή liberal σκοπιά), την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του αμερικάνικου στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος (το δεύτερο – από μία macho στρατόκαυλη fuck-yeah σκοπιά) και την ανησυχία της επιστράτευσης ασύμμετρων απειλών όπως το Α.Ι. από νέους παίκτες στον πλανητικό ανταγωνισμό (το τρίτο – από μια σκοπιά ηρωικού ανθρωπισμού απέναντι στο μη-ανθρώπινο). Και τα τρία, με τον τρόπο τους, αντανακλούν 3 τύπους υπεράσπισης της αμερικάνικης ιδεολογίας που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό της Δυτικής Αυτοκρατορίας: το Avatar προτείνει μια αρμονική-ειρηνευτική συνύπαρξη με τον εξωτικό Άλλο, το Top Gun προτείνει μια ανανέωση της πίστης στην πολεμική-τεχνολογική υπεροχή, το Mission: Impossible προτείνει μια ένωση ως ανθρωπότητα απέναντι στις μη-ανθρώπινες απειλές – όλα τους φυσικά με έναν τρόπο που εξασφαλίζει την ηγεμονία των αμερικάνικων αξιών.

Το Dune, από την άλλη, είναι πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση γιατί μοιάζει να θέτει πιο ευθέως το πρόβλημα της Αυτοκρατορίας ως τέτοιο. Τι σημαίνει μια Αυτοκρατορία; Πώς παράγεται μια Αυτοκρατορία; Πώς καταρρέει μια Αυτοκρατορία και τι είναι αυτό που την διαδέχεται; Ο Villeneuve αναπτύσσει το πρόβλημα της Αυτοκρατορίας σε δύο επίπεδα. Από τη μία, ακολουθεί τον Herbert, έναν λάτρη-ερασιτέχνη της ιστορίας των πολιτισμών και της συγκριτικής θρησκειολογίας, στην μυθοπλαστική διαπραγμάτευση της γενεαλογία και της μυθολογίας των αυτοκρατοριών. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των πεδίων της πολιτικής, της θρησκείας, της οικολογίας και της τεχνολογίας που βρίσκεται στον πυρήνα του Dune είναι αυτό που κάνει το έργο του Herbert τόσο συναρπαστικό και προσφέρει αναλυτικό βάθος στην διαμάχη των διαφορετικών φραξιών της Αυτοκρατορίας για τον έλεγχο του Arrakis (ακόμα κι αν το συγγραφικό του χάρισμα είναι, ψύχραιμα μιλώντας, αρκετά περιορισμένο). Από την άλλη, ο Villeneuve χαράσσει σε δεύτερο επίπεδο και έναν δικό του δρόμο που χρησιμοποιεί το Dune ώστε να μιλήσει μετωνυμικά για τις σύγχρονες σχέσεις της Δυτικής Αυτοκρατορίας με τις δυνάμεις που την αμφισβητούν εσωτερικά και εξωτερικά. Στο Dune, αυτές οι δυνάμεις είναι ο ευγενής Paul από μέσα και οι νομάδες Fremen από έξω. Η ίδια η δυναμική της Αυτοκρατορίας αποβάλλει τους νομάδες Fremen (στην συγκεκριμένη περίπτωση για να τους εκτοπίσει και να τους κλέψει το μπαχαρικό, την σημασία του οποίου θα δούμε παρακάτω), αλλά επανέρχονται διαρκώς ως εξωτερική δύναμη που δεν μπορεί να ενσωματωθεί από την Αυτοκρατορία, προκαλώντας της διαρκώς ρωγμές από έξω. Παράλληλα, ο Paul, εκφράζοντας μια πρώην ισχυρή και νυν προδωμένη φράξια της Αυτοκρατορίας, έρχεται από μέσα ώστε να αμφισβητήσει το υπάρχον status quo και να γίνει ο νέος κυρίαρχος παίκτης οικειοποιούμενος ένα σύστημα αξιών και χαράσσοντας νέες συμμαχίες που αποσταθεροποιούν την Αυτοκρατορία.

Η συνάντηση αυτής της εσωτερικής και εξωτερική αμφισβήτησης είναι που αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ιστορίας του Dune. O απόγονος της ηττημένης αυτοκρατορικής φράξιας συναντιέται με τους απόβλητους του ίδιου του αυτοκρατορικού εγχειρήματος και το αποτέλεσμα είναι μια νέα αυτοκρατορική δύναμη, η οποία νομιμοποιεί τον εαυτό της μέσα από την παραγωγή μιας μυθολογίας που στην πιο ανεπτυγμένη και συγκρουσιακή μορφή της γίνεται οργανωμένη θρησκεία με κεντρικό πρόσωπο τον Σωτήρα-Ηγέτη. Μέσα από την εξέλιξη της αφήγησης του Dune Part Two, o αδικημένος Paul αποκαλύπτεται ως δυνάμει villain της ιστορίας με την μορφή του Αυτοκράτορα και οι ελεύθεροι νομάδες Fremen ως δυνάμει κατακτητικός αυτοκρατορικός στρατός. Φυσικά, το πού πηγαίνει το πράγμα είναι σχετικά σαφές και δεν περιορίζεται στο “δυνάμει”, καθώς ο Villeneuve έκανε την σοφή κίνηση να ενσωματώσει μέρος της οπτικής του επόμενου βιβλίου του Herbert, του Dune Messiah, στην αφήγηση του Dune Part Two. Στο Messiah, o Herbert, ο οποίος πίστευε ότι το πρώτο του μυθιστόρημα παρερμηνεύθηκε ως πλήρης κατάφαση στην ιστορία του ήρωα Paul, ανατρέπει τους όρους και αποκαλύπτει τον νέο Αυτοκράτορα ως μια αδύναμη και αντιφατική προσωπικότητα (και την νέα Αυτοκρατορία του ως ένα μνημείο βαρβαρότητας), ώστε να διασώσει των αντι-μεσσιανικό πυρήνα του Dune που ήταν μεν παρών στο αρχικό βιβλίο, αλλά κάπως διακριτικά και μάλλον εν υπνώσει. Αν ο Herbert ήταν αρχικά αμφίσημος απέναντι στην αυτοκρατορική σκέψη και την ηρωική αφήγηση, τότε στις κινηματογραφικές μεταφορές χαράσσονται δύο αντιθετικοί δρόμοι. Ο Lynch στην μεταφορά του 1984 παίρνει σαφώς το μέρος του ήρωα Paul και εκφράζει την χαρούμενη-αισιόδοξη πλευρά της αυτοκρατορικής σκέψης, ενώ ο Villeneuve στις νέες ταινίες προτείνει έναν Paul που ξεκινάει ως ήρωας, περνάει από το στάδιο του αντι-ήρωα, και πριν καλά καλά τελειώσει η δεύτερη ταινία εξελίσσεται σε villain, εκφράζοντας έτσι την σκοτεινή-απαισιόδοξη πλευρά της αυτοκρατορικής σκέψης.

O Paul του Villeneuve είναι ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας ακριβώς επειδή φέρνει στην επιφάνεια με αφηγηματική και θεματική συνοχή κάτι που στον Herbert έχει τα μπρος και τα πίσω του: ότι πρόκειται για ένα ταξίδι του ήρωα που εκτροχιάζεται. Και δεν υπάρχει μάλλον καλύτερη στιγμή στο Dune Part Two από τον τρόπο με τον οποίο ο πολιτικός και στρατιωτικός θρίαμβος του Paul στο φινάλε κυριεύεται από ένα τόσο έντονο κύμα μελαγχολίας που κάνει την νίκη να αποκαλύπτεται στην πραγματικότητα ως ήττα. Προτρέποντας τους φανατικούς πιστούς του να οδηγήσουν τους εχθρούς του στον παράδεισο, ο Paul Atreides επαναφέρει την προσοχή του θεατή στο κυρίως θέμα της ταινίας, και μας υπενθυμίζει τι σημαίνει στην πράξη η δημιουργία μιας νέα αυτοκρατορίας. Ξέρω ότι ουκ ολίγος κόσμος αντιπαθεί τον Timothee Chalamet, και θεωρώ ότι αυτή είναι μία από τις ποιότητες που τον καθιστούν αφενός μεγα-celebrity και αφετέρου κατάλληλο για έναν τέτοιο ρόλο. Ούτως ή άλλως, η μηχανή παραγωγής μυθολογίας του Hollywood μας καλεί πάντα, έστω και έμμεσα, να δούμε τον star μέσα στον χαρακτήρα και τον χαρακτήρα μέσα στον star, προσδίδοντας έτσι μια διπλή φύση στην σχέση ηθοποιού-ήρωα και μετατρέποντας το κάστινγκ σε κάτι που είναι την ίδια στιγμή και μετα-κάστινγκ. Ο Chalamet ως Paul λοιπόν είναι ένα πολύ καλό (μετα-)κάστινγκ, καθώς είναι παραπάνω από κατάλληλος για να αποτυπώσει τη μετάβαση από έναν entitled πλην ενάρετο αριστοκρατικό γόνο σε ένα επηρμένο χαρισματικό κωλόπαιδο που αγκαλιάζει την μεσσιανική πίστη γύρω από το πρόσωπό του ως αναπόφευκτη μοίρα και προορισμό. Το ότι αυτό συμβαίνει στην δεύτερη ταινία απηχεί μεν την τυπολογία των χολιγουντιανών τριλογιών που λέει ότι η δεύτερη ταινία οφείλει να είναι η σκοτεινότερη (όπως στο Empire Strikes Back), αλλά αυτό που επιφυλάσσει ο Villeneuve για το Messiah, ακολουθώντας τον Herbert, σίγουρα δεν είναι ένα αίσιο τέλος με την κλασική mainstream έννοια (το Only I Will Remain άλλωστε, μπορεί να διαβαστεί και ως μια ζοφερή κατάληξη).

Έχει ενδιαφέρον εδώ να συγκρίνουμε το ταξίδι του Paul στον Villeneuve με το αντίστοιχο στον Lynch. Στην ταινία του Lynch, o Paul είναι ένας κλασικός αρχετυπικός ήρωας σε μια bildungsroman αφήγηση που κινείται από την ηθική και το καθήκον. Στον Villeneuve, βλέπουμε να ενσωματώνονται και να αποτυπώνονται στην εξέλιξη του Paul οι ψυχολογικές κινηματογραφικές δυναμικές που έχουν καταστησει παρωχημένο το κλασικό μοντέλο του ήρωα. Ο Paul του Villeneuve ξεκινάει ως ήρωας, περνάει από το στάδιο του αντι-ήρωα με κάποιες γκρίζες ζώνες και αμφίβολες ηθικές επιλογές (ντυμένες όπως με συμπάθεια και κατανόηση), και στο τέλος του Part Two έχουμε την υπόσχεση μιας μετατροπής σε villain από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή παρά μόνο μια τραγική αυτογνωσία. Αυτή η τραγική υφή προσφέρεται από την συνείδηση που έχει ο ίδιος ο Paul για τον εκτροχιασμό του ηρωικού του ταξιδιού, η οποία φαίνεται ξεκάθαρα από την δήλωσή του ότι ο δρόμος προς την βαρβαρότητα ανοίγει όχι επειδή θα χάσει τον έλεγχο, αλλά γιατί θα τον αποκτήσει. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως στον Herbert συνυπάρχουν με αμφίσημο τρόπο και οι δύο πλευρές του Paul στο πρώτο μυθιστόρημα (και χρειάζεται να πάμε στο Messiah για να ξεδιπλωθεί εντελώς η οπτική του δημιουργού). Αυτήν την αμφισημία εγκαταλείπει σχεδόν εξολοκλήρου ο Lynch (σε μια εντελώς αντι-Lynch κίνηση), ενώ αντιθέτως ο Villeneuve οξύνει τις αντιθέσεις της και την τραβάει μέχρι τα άκρα. Αν συνδέσουμε αυτήν την πλευρά της ταινίας με τα “αυτοκρατορικά άγχη” για τα οποία μιλούσαμε προηγούμενως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εκτροχιασμός του ήρωα-Paul εκφράζει κατά μία έννοια την ίδια την κρίση του δυτικού υποκειμένου ως ικανού να ηγηθεί της ιστορίας και να οδηγήσει την ανθρωπότητα στον δρόμο της προόδου (ή ακόμα και να δράσει αποφασιστικά πάνω στον κόσμο, όπως λέγαμε και με αφορμή το Mission: Impossible). Το Dune, όντας ένα λογοτεχνικό έργο προερχόμενο από τις αποικιοκρατικές συνθήκες της εποχής που το γέννησαν (και τους αντι-αποικιοκρατικούς αγώνες εναντίον αυτών των συνθηκών), διαπραγματεύτεται την ιδέα του Λευκού Σωτήρα και τις σχέσεις του με τους μη-δυτικούς.

Έκτοτε, με πάρα πολύ νερό να έχει κυλήσει στο αυλάκι, η Δυτική Αυτοκρατορία δυσκολεύεται πλέον να πείσει ακόμα και τον εαυτό της για το ηθικό “White Man’s Burden” απέναντι στον στον κόσμο. Ο ρόλος του Λευκού Σωτήρα, ακόμα και στην εκδοχή τύπου Λώρενς της Αραβίας που συστρατεύεται με τους υποτελείς (την οποία ακολουθεί και το Dune και το Avatar) μοιάζει να είναι ένας ρόλος που αδυνατεί να εκπληρώσει πια η Δύση. Κι εδώ είναι μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο Dune και το Avatar, τα οποία κατά έναν τρόπο μεταχειρίζονται παρόμοια “αυτοκρατορικά άγχη” της εποχής. Στο Avatar βλέπουμε να εκφράζεται μια αφελής αισιοδοξία που περνάει μέσα από μια επιφανειακή ταύτιση με τους υποτελείς-ξένους, οι οποίοι με ντύνονται με μια δυτική φαντασίωση αγνότητας και αυθεντικότητας. Μια από τις διεξόδους της αποικιοκρατικής αντίληψης (αλλά με προοδευτικό προσωπείο) άλλωστε είναι ο οριενταλισμός και η εξωτικοποίηση του “Ευγενούς Αγρίου“, το οποίο είναι το μόνο που απομένει στον Δυτικό: να μετατρέψει τον Άλλο σε μια εξωτική φαντασίωση. Στο Dune, από την άλλη, ο Paul στο Part Two περνάει προσωρινά από αυτό το στάδιο, αλλά η ταινία έξυπνα κατευθύνεται έπειτα στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του Λευκού-Σωτήρα-που-ταυτίζεται-με-τον-Άλλο. Ο Paul αδυνατεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, όχι μόνο ψυχολογικά και υποκειμενικά, αλλά και ως ένα εξωτερικό και αντικειμενικό όριο της ίδιας της φιγούρας του ηγέτη που έρχεται απ’ έξω. Αντί για την αφελή και επιφανειακή “αντι-αυτοκρατορική” σκέψη του Avatar, το Dune φαίνεται να προτάσσει μια απαισιόδοξη αυτοκρατορική αυτοσυνείδηση, κατά την οποία ο ηγέτης συνειδητοποιεί ότι ο μόνος ρόλος που μπορεί να επιτελέσει είναι εκ των πραγμάτων καταστροφικός. Γι’ αυτό ο Paul του Villeneuve είναι τόσο πετυχημένος χαρακτήρας. Στα εφηβικά και επιπόλαια mood swings του, όπου ο νέος αυτοκράτορας ταυτόχρονα *έχει* και *δεν έχει* κέφια, εμφανίζονται και συγκρούονται οι δύο διαθέσεις του αυτοκράτορα: η αισιόδοξη που πιστεύει ότι μπορεί να ενωθεί με τους υποτελείς και η απαισόδοξη που ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να κυριαρχήσει πάνω τους. Ο αυτοκράτος είναι αμφίθυμος, και αυτό ακριβώς τον καθιστά γυμνό επί της οθόνης.

Αυτή η αντίθεση δεν αποτυπώνεται μόνο στις ψυχικές διαθέσεις του Paul, αλλά και στη σχέση του με τους Fremen, όπως και στις σχέσεις μεταξύ των Fremen. Το Dune Part Two προχωράει ένα βήμα παρακάτω από την πρώτη ταινία, όπου έχουμε ένα βασικό τρίγωνο ανάμεσα σε κακό αποικιοκράτη (Harkonnen), καλό αποικιοκράτη (Atreides) και καλό αποικιοκρατούμενο (Fremen). Στο sequel βλέπουμε μια πιο σύνθετη σχέση ανάμεσα σε ηγέτη-ακόλουθο, ηγεμόνα-υποτελή, αφέντη-δούλο. Ο Villeneuve παίρνει την απόφαση να εισάγει επιπλέον αυτές τις αντιθέσεις και στο εσωτερικό των Fremen, κάτι που απουσιάζει εντελώς από τον Herbert αλλά μοιάζει φυσικό και αυτονόητο για μια μεταφορά εν έτει 2024. Οι Fremen λοιπόν φαίνεται διχάζονται σε πιστούς και αμφισβητίες της προφητείας, με κάποιους να προσμένουν τον Μεσσία και άλλους να πιστεύουν μόνο στην αυτενέργεια του λαού τους. Ο Villeneuve έτσι θέτει το θεμελιώδες ερώτημα αν μπορούν οι ίδιοι οι υποτελείς να μιλήσουν, ώστε να αναπτύξει (όπως φαίνεται να το πηγαίνει) ένα δικό τους point of view που αντιπαραβάλει μια αυθεντικά αντι-αυτοκρατορική σκέψη απέναντι στην απαισίοδοξη αυτοκρατορική σκέψη του Paul. Απαντώντας απαισιόδοξα στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει σήμερα ένας θετικός ηγέτης-ήρωας σαν τον Paul χωρίς να εκτροχιαστεί, το Dune Part Two χτίζει τον χαρακτήρα της Chani (έναν εντελώς παθητικό-υποτελή χαρακτήρα στο βιβλίο) ως ένα δυνητικό κέντρο αντίστασης απέναντι στην νέα αυτοκρατορική εξουσία σε αντιπαραβολή με την δουλική φιγούρα του Stilgar, του οποίου η χρήση ως comedy relief μοιάζει αρχικά παράταιρη αλλά αποδεικνύεται μέλλον πετυχημένη αν την δούμε υπό αυτό το πρίσμα. Έτσι, ο Villeneuve στήνει καλά τα χαρτιά του εν όψει του Messiah, του οποίου ο τίτλος ακούγεται ακόμα πιο τραγικά ειρωνικός με αυτόν τον τρόπο, προτείνοντας μια επαναδιαπραγμάτευση του κλασικού χολιγουντιανού μοτίβου των μεσσιανικών προφητειών πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τις πρόσφατες απόπειρες του Matrix 4 και του Star Wars 9. Σ’ αυτήν την επαναδιαπραγμάτευση, που αναμένουμε να δούμε πώς θα ολοκληρωθεί στο επόμενο μέρος της ιστορίας, η μεσσιανική ελπίδα του ξεπεράσματος των αντιθέσεων μέσα από μια ηγετική προσωπικότητα που ενοποιεί χώρο και χρόνο (όπως ο Kwisatz Haderach) δείχνει να παραδίδει την θέση της σε ένα είδος ελπίδας ενάντια στην ελπίδα (αυτής του λαού εναντίον αυτής του μεσσία) με τη μορφή της διπλά απογοητευμένης και οργισμένης Chani ως lover και ως Fremen. Αν πόνταρα κάπου τα λεφτά μου, θα ήταν στο ότι μέσα από την Chani θα δούμε μια ανάκαμψη του νομαδικού στοιχείου εναντίον της μορφής των Fremen ως αυτοκρατορικού στρατού, γιατί αν κάτι φοβάται περισσότερο η αυτοκρατορική σκέψη είναι μια άγρια, νομαδική σκέψη και πράξη.

Μέχρι τότε, και έχουμε ακόμα αρκετό μέλλον μέχρι το Dune: Messiah, το βασικό μου παράπονο είναι το εξής. Όχι, δεν μιλάω για την απουσία του ψυχεδελικού και σαρδανάπαλου στοιχείου που περιέχεται στο lore του Dune. Αυτό θα το κερδίζαμε αν κατάφερνε ποτέ να πραγματοποιηθεί η μεταφορά του βιβλίου από τον Alejandro Jodorowsky στα 70s, αλλά είμαι πρόθυμος να το θυσιάσω (παρότι δεν είμαι γενικά φίλος της μουντής παλέτας του Villeneuve) για χάρη μιας στιβαρής αφήγησης και θεματικής επεξεργασίας. Αυτό που μου λείπει όμως είναι μια βαθύτερη ενασχόληση με το ίδιο το μπαχαρικό του Arrakis. Η μεταφορά του Villeneuve πετυχαίνει τους στόχους της όσον αφορά την ανάδειξη της διασύνδεσης ανάμεσα στην παραγωγή μύθων (με τη μορφή της θρησκείας) και την συγκρότηση της εξουσίας, αλλά χάνει τον ρόλο του μπαχαρικού μέσα σε όλο αυτό. Ο Herbert προσδίδει πολύ έξυπνα κεντρικό ρόλο στο μπαχαρικό, τοποθετώντας το σε ένα κομβικό σημείο όπου διασταυρώνονται η ανάγκη για μια διαγαλαξιακή πηγή ενέργειας και η ανάγκη για αποικιοκρατικούς-ιμπεριαλιστικούς πολέμους ώστε να τιθασευθεί και να αξιοποιηθεί αυτή η πηγή, η οποία τυχαίνει ταυτόχρονα να έχει μυθική-θρησκευτική σημασία για τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Το μπαχαρικό του Dune είναι μια υλική-οικονομική δύναμη, αλλά είναι επίσης μια μαγική-ιερή ουσία. Είναι κάτι ανάμεσα στο πετρέλαιο, το χρήμα και το LSD ταυτόχρονα. Το ότι εξάγεται από την γη, και ότι η εξαγωγή του καθιστά τον Arrakis μη-βιώσιμο, προσδίδει μια εξαιρετικά κρίσιμη οικολογική-γεωλογική διάσταση στο Dune που έχει παραμεληθεί αρκετά από τον Villeneuve. Ο “πράσινος παράδεισος” επιβιώνει ως ουτοπικό όνειρο των Fremen, αλλά διερευνάται ποτέ επαρκώς ούτε στην πρώτη ούτε στην δεύτερη ταινία. Παρομοίως, ενώ η extractivist φύση της αυτοκρατορικής εξουσίας αναδεικνύεται σε ένα πρώτο επίπεδο, ποτέ δεν αντιπαραβάλλεται (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) με την terraforming επιθυμία και τεχνολογία των Fremen που τους επιτρέπει να επιβιώσουν στην απέραντη έρημο της εξόρυξης και ταυτόχρονα τους προετοιμάζει για τον “πράσινο παράδεισο” που ονειρεύονται. Ο Paul είναι αδύνατον να χτίσει τη νέα αυτοκρατορία του χωρίς το μπαχαρικό, κι αυτό καθιστά το αυτοκρατορικό εγχείρημα ασύμβατο με τον βαθύτερο πυρήνα της συλλογικής Fremen επιθυμίας, ακόμα κι αν έχουν γίνει ο αυτοκρατορικός στρατός του.

Η υποτίμηση του μπαχαρικού ως αποφασιστικού παράγοντα και υλικής δύναμης που κυβερνάει τον κόσμο του Dune δείχνει εν μέρει και το όριο των ταινιών του Villeneuve ως “εγκεφαλικά” και “σκεπτόμενα” blockbusters. Παρότι ο Villeneuve πέφτει μέσα σε αρκετά από τα “αυτοκρατορικά άγχη” που περιγράψαμε παραπάνω, σταματάει σε εκείνο για το οποίο προσφέται περισσότερο το έργο του Herbert: την οικολογική-γεωλογική τραγωδία όπου από την εκμετάλλευση οδηγούμαστε στην καταστροφή, και επιπλέον το ερώτημα για το τι είδους μορφές εξουσίας και διακυβέρνησης γεννάει αυτή η τραγωδία. Στο Dune, η οικολογική καταστροφή του Arrakis δεν είναι απλώς ένα αποτέλεσμα της “απληστίας” για εξόρυξη του μπαχαρικού. Η ίδια η ιδιότητα του μπαχαρικού ως πηγή ενέργειας προς εξόρυξη είναι που γεννάει το ίδιο το πρόβλημα του Dune, δηλαδή την αυτοκρατορική εξουσία. Στοχεύοντας στην κριτική του Σωτήρα και του Μεσσία, ο Villeneuve ξεχνάει να στρέψει την προσοχή στην υλική βάση της ανάδυσής του. Κατά μία έννοια, αυτό είναι και το όριο μιας χολιγουντιανού τύπου πολιτικής συνείδησης όπου τα φαινόμενα πολιτικοποιούνται μόνο μέχρι ενός σημείου, σα να είναι πρωτίστως και κυρίαρχα ζητήματα πολιτισμικά/ιδεολογικά και σχεδόν ποτέ οικονομικά/παραγωγικά. Ο Herbert, ο οποίος στα Dune βιβλία του έκανε πολλά πράγματα σωστά και πολλά πράγματα λάθος, συνέλαβε έγκαιρα και προφητικά την κεντρικότητα που επρόκειτο να αποκτήσει το οικολογικό ζήτημα ως αντίφαση ανάμεσα στην βιωσιμότητα των οικονομικών/εξουσιαστικών συστημάτων και την βιωσιμότητα της ζωής και των πληθυσμών σε έναν πλανήτη. Έτσι, το Dune θα μπορούσε να διαβαστεί (και) ως μια επική ιστορία διαστημικού οικολογικού δράματος, απόλυτα ταιριαστή στα άγχη της ανθρωπόκαινου εποχής όπου η ανθρώπινη παρουσία στην Γη (πόσο μάλλον στην ώριμη καπιταλιστική φάση της) έχει πάρει πλέον χαρακτήρα γεωλογικού-κλιματικού αποτυπώματος. O Herbert, λοιπόν, το 1965 ξεκινούσε το βιβλίο του με μια αφιέρωση που περικλείει την καρδιά του Dune, θαμμένη κάτω από τους αμμόλοφους της ερήμου και τα άγχη των αυτοκρατοριών, αλλά ακόμα παλλόμενη και ζωντανή:

Best of internet